ψαροκάικο

ψαροκάικο
το, Ν
καΐκι για ψάρεμα, ιστιοφόρο αλιευτικό πλοιάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + καΐκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψαροκάικο — το ψαράδικο καΐκι, ψαράδικο: Περάσαμε απέναντι μ ένα ψαροκάικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγράριον — το (Μ) [ἄγρα] 1. αλιευτικό ιστιοκίνητο πλοιάριο, ψαροκάικο 2. στον πληθ. τὰ ἀγράρια στολίσκος αλιευτικών πλοιαρίων 3. μικρό κωπήλατο πλοίο που χρησιμοποιούσαν στις κοντινές μετακινήσεις τους ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ή η αυτοκράτειρα …   Dictionary of Greek

  • ψαράδικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα και στον ψαρά 2. το ουδ. ως ουσ. το ψαράδικο α) ιχθυοπωλείο β) ψαροκάικο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαράδικα (με περλπτ. σημ.) ιχθυαγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαράς, πληθ. ψαράδες, + κατάλ. ικος… …   Dictionary of Greek

  • ψαράδικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα ή στον ψαρά, ο αλιευτικός. 2. το ουδ. ως ουσ., ψαράδικο το ψαροκάικο, το αλιευτικό πλοιάριο. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ψαράδικα τα ιχθυοπωλεία, η ψαραγορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”